Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ ΠΑΓΚΑΛΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟ 1942, ΠΟΥ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ...
Μπορεί να είναι περίεργο, αλλά μέσα από ένα ιστορικό
μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε, δίνονται ορισμένες πτυχές από τη δράση του
άλλοτε δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου κατά την Κατοχή. Βασικά πρόκειται για το νέο
βιβλίο της Ιζαμπέλλας Παλάσκα «Άγγελος ή Δαίμονας – Ο αμφιλεγόμενος πατέρας μου»,
που αναφέρεται στη ζωή του πατέρα της, του Ιωάννη Βουλπιώτη.
Στο βιβλίο αυτό, που είναι γεμάτο από ιστορικά στοιχεία, τα
οποία αδικούνται αφού δίνονται με μυθιστορηματική ετικέτα, σε ορισμένες σελίδες
πρωταγωνιστεί ο στρατηγός Πάγκαλος. Δεκαπέντε χρόνια μετά το άδοξο τέλος της δικτατορίας
του, καθαρά φασιστικού τύπου, ο στρατηγός είχε θελήσει να κυριαρχήσει και πάλι
στα πολιτικά γεγονότα. Προβάλλοντας αντικομμουνιστικές ιδέες και κυρίως
εκμεταλλευόμενος τον θαυμασμό του προς τον Μουσολίνι και τη φασιστική Ιταλία,
είχε προσκολληθεί κατά την Κατοχή στην ιταλική πρεσβεία για να έχει την εύνοιά της.
Στο βιβλίο της Ιζαμπέλλας Παλάσκα (σελ. 242-245), που μόλις
κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Λιβάνη, ο στρατηγός Πάγκαλος εμφανίζεται να
αδημονεί για μια συνάντηση με τον ίδιο τον Μουσολίνι, όταν ο τελευταίος
επισκέφτηκε την Αθήνα το καλοκαίρι του 1942. Πίστευε ότι θα γινόταν αμέσως δεκτός
από τον Ντούτσε, αλλά τελικά εκείνος τον αγνόησε και τον άφησε ντυμένο επίσημα
να περιμένει άπραγος στο σπίτι του Βουλπιώτη, λίγα μέτρα μακρύτερα από την
ιταλική πρεσβεία.
…Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο στρατηγός Πάγκαλος. Μόλις τον
είχαν ενημερώσει κάποιοι άλλοι ότι έρχεται ο Μουσολίνι και είπε στον Βουλπιώτη
να πάνε μαζί να τον δουν.
«Εγώ δεν έχω λόγο, στρατηγέ μου, να τον δω, ούτε και θα μ’
αφήσουν. Εσείς, που είστε φίλος του από τα παλιά, να πάτε να τον δείτε και να
τα πείτε».
«Μην αμφιβάλλεις ότι θα επιδιώξω να τον δω. Ήδη είπα και μου
ετοιμάζουν το αυτοκίνητο για να με πάει στην ιταλική πρεσβεία».
«Σας έχουν κλείσει ραντεβού;»
«Τι σημασία έχει; Είμαι ο μόνος εν ζωή διατελέσας ανώτατος
άρχων της χώρας και επί εικοσαετία πρεσβεύω εμπράκτως την ελληνοϊταλική φιλία.
Χρειάζεται κι άλλο; Θα τον δω για να έχει ενημέρωση από πρώτο χέρι...»
Η ησυχία από τον δρόμο έπαψε να ’ναι απόλυτη. Ακούστηκε
θόρυβος από μοτοσικλέτες. Ο Βουλπιώτης βγήκε στο μπαλκόνι του κι είδε να
χάνονται μερικές ιταλικές μοτοσικλέτες προς το Σύνταγμα. Ακολούθησε ένα άλλο
κύμα από μοτοσικλέτες. Δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει ότι ήταν προπομποί.
Πράγματι, λίγο αργότερα κατέφθασε με μεγάλη ταχύτητα ένα τρίτο κύμα από
μοτοσικλέτες, ακολουθούμενες από την αυτοκινητοπομπή του Μουσολίνι. Τον
διέκρινε καθαρά στο ανοιχτό αυτοκίνητο του στρατηγού Τζελόζο, που καθόταν μαζί
του στο πίσω κάθισμα. Ακολουθούσαν και άλλα δυο τρία αυτοκίνητα κι από πίσω ένα
ασθενοφόρο.
Αυτό ήταν, λοιπόν. Πράγματι ο Μουσολίνι βρισκόταν στην Αθήνα
και προφανώς τώρα θα είχε μπει στον περίβολο της ιταλικής πρεσβείας.
Είχε νέο αγωνιώδες τηλεφώνημα από τον Πάγκαλο, ο οποίος αδημονούσε
που δεν του είχαν τηλεφωνήσει από την πρεσβεία για να του πουν τι ώρα θα τον έβλεπε
ο Μουσολίνι.
«Μόλις πριν δυο λεπτά τον είδα από το μπαλκόνι μου με
αυτοκινητοπομπή να κατεβαίνει ταχύτατα προς τα κάτω, μάλλον προς την ιταλική
πρεσβεία», του είπε ο Βουλπιώτης.
«Ωραία. Θα τους ξαναπάρω στην πρεσβεία. Κι αν πάλι δε μου
απαντήσουν σαφώς, σε δέκα λεπτά θα σηκωθώ και θα πάω μόνος μου να τον συναντήσω».
«Στρατηγέ μου, ξέρετε, οι δρόμοι σε όλο το κέντρο της πόλης
είναι αποκλεισμένοι. Πώς θα φτάσετε εδώ; Με τα πόδια;»
«Σιγά τα αίματα! Με το αυτοκίνητό μου, βεβαίως,
καλογυαλισμένο, όπως έδωσα εντολή να είναι. Ποιος θα μ’ εμποδίσει εμένα;»
«Καλά, αλλά τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι πρωτοφανή. Εγώ
δεν έχω δει από δω που είμαι, κανένα άλλο αυτοκίνητο να κυκλοφορεί, ούτε
γερμανικό ούτε υπουργικό ούτε κανένα άλλο».
«Σιγά, καημένε. Θα πάω, θα δεις».
Μισή ώρα αργότερα χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματός του.
Ήταν ο στρατηγός Πάγκαλος με επίσημη στολή, μεγαλόσταυρο και τα παράσημα να
κρέμονται στο στήθος του, αλλά λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος από τον καύσωνα
που είχε έξω. Τον ακολουθούσε, εξίσου λαχανιασμένος και ιδρωμένος, ο υπασπιστής
του, ένας απόστρατος αξιωματικός, και ένας καλοχτενισμένος με μπριγιαντίνη νεαρός
σωματοφύλακας.
«Τι ευχάριστη έκπληξη, στρατηγέ μου! Περάστε, περάστε».
«Άσε τα πολλά λόγια, είμαι εκνευρισμένος. Δε μου έχει
ξανατύχει αυτό. Ακούς εκεί, πρώην ανώτατος άρχων και να μη μ’ αφήσουν να δω τον
Ντούτσε!»
«Πήγατε στην πρεσβεία; Τα καταφέρατε να φτάσετε;»
«Μόνο ως τη Σόλωνος καταφέραμε να φτάσουμε κι εκεί αφήσαμε το
αυτοκίνητο και συνεχίσαμε με τα πόδια. Από του «Λουμπιέ» όμως δεν περνούσε
καρφίτσα. Φώναξα, απείλησα, τίποτα. Στο τέλος, εμφανίστηκε ένας αξιωματικός των
καραμπινιέρων, που ήξερε γαλλικά και του εξήγησα. Αυτός ήταν βολικός, πήγε ως
την πόρτα της πρεσβείας και μετά γύρισε για να μου πει το αμίμητο, ότι δεν
ήμουνα στη λίστα των καλεσμένων! Ποιος, εγώ! Κι επειδή υπήρχαν διάφοροι στα
μπαλκόνια και κρυφοκοιτούσαν, είπα να μη ρεζιλεύομαι και πέρασα απ’ την πλατεία
Κολωνακίου κι έφτασα ως εδώ. Δε σκέφτηκα πού αλλού να πάω. Να πάρει ο διάολος!»
«Ελάτε, στρατηγέ, καθίστε, μην εκνευρίζεστε. Εγώ πάντως σας
προειδοποίησα, γιατί έβλεπα πόσο αυστηρά ήταν τα έκτακτα μέτρα...»
«Εσύ το είπες, εγώ όμως δε σ’ άκουσα. Κι έχω τόσα να του αναφέρω...
Να δεις που η Ελλάς, ολόκληρος ο λαός, ζημιώνεται τώρα που δεν τον είδα, μια
που μπορεί να μην του πω όσα έχω ετοιμάσει... Δε μου λες, ξέρεις πόσο θα
μείνει, γιατί κανένας δεν ξέρει».
«Ούτε κι εγώ ξέρω».
«Πάρε κανένα τηλέφωνο να μάθεις».
«Και πού να πάρω;»
«Ξέρω γω, πάρε στην πρεσβεία».
«Μα είναι δυνατόν να μου πούνε τέτοια πληροφορία;»
«Καλά. Τότε πάρε τους στο τηλέφωνο να τους πεις πως βρίσκομαι
εδώ και άφησε το νούμερο να με ειδοποιήσουν για να πάω».
Ο Βουλπιώτης χαμογέλασε με την επιμονή του, έτσι που τα στρογγύλευε
όλα κατά πώς τον βόλευε. Με συγκατάβαση πήγε προς το τηλέφωνο και πράγματι
άφησε ένα μήνυμα στην πρεσβεία, όπως του ζήτησε ο Πάγκαλος.
Η Έλεν είχε εμφανιστεί, τον χαιρέτισε και τον κέρασε ένα
ούζο.
«Είναι ό,τι χρειαζόταν», της είπε και την κοιτούσε με πονηρό
βλέμμα καθώς εκείνη έσκυβε για να τον σερβίρει. «Να ’σαι καλά, κοπέλα μου»,
πρόσθεσε χωρίς να παίρνει το ενοχλητικό βλέμμα του από το καλοσχηματισμένο σώμα
της.
Αυτή έδειξε να μην καταλαβαίνει και συνέχισε να είναι
ευγενική και σεβαστική μαζί του, μέχρι που έπιασε ένα αυστηρό βλέμμα του άντρα
της να φύγει. Το έκανε διακριτικά και από κείνη την ώρα ερχόταν η καμαριέρα για
να φροντίζει τα κεράσματα.
Στο μεταξύ, η ώρα περνούσε, χωρίς να γίνεται το τηλεφώνημα
από την πρεσβεία. Ο στρατηγός δυσανασχετούσε, χτυπούσε νευρικά τα χέρια του κι
όλο έλεγε:
«Χάνει μεγάλη ευκαιρία η Ελλάς αν δε μιλήσω με τον Ντούτσε.
Να το θυμηθείτε!»
Ακούστηκε θόρυβος από το δρόμο. Ήταν οι πρώτες μοτοσικλέτες
που έτρεχαν με ταχύτητα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο στρατηγός, ο υπασπιστής
και ο σωματοφύλακάς του βγήκαν στο μπαλκόνι. Αμέσως μετά, φάνηκε η αυτοκινητοπομπή
να πηγαίνει προς τα πάνω.
Ο Πάγκαλος έκανε σαν μικρό παιδί. «Τον είδα, τον είδα!» έλεγε
χαρούμενος κι έκανε κωμικές κινήσεις έτσι όπως ήταν στολισμένος με τους
μεγαλόσταυρους. Γρήγορα άλλαξε ύφος, σοβάρεψε και είπε:
«Τον είδα μεν, αλλά δεν του μίλησα. Δυστυχώς. Δυστυχώς για
την Ελλάδα».
Στράφηκε στον Βουλπιώτη και τον ρώτησε αν πίστευε πως θα
ξαναγυρνούσε ο Μουσολίνι, αν μπορούσε να το μάθει. Σε απάντηση εκείνος ανασήκωσε
τους ώμους και τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο.
Ήταν από την πρεσβεία και ζήτησαν να μιλήσουν με το στρατηγό. Αυτός τους άκουσε
να του μιλούν και το ύφος του βάρυνε, ενώ απαντούσε μονολεκτικά, σημάδι ότι
είχε θυμώσει. Μόλις το έκλεισε, γύρισε στον Βουλπιώτη και του είπε, ξαναβρίσκοντας
την ηρεμία του και σκάζοντας ένα χαμόγελο:
«Πάντως έχω τους χαιρετισμούς του Ντούτσε. Δεν είναι βέβαιοι
αν θα γυρίσει, ούτε πότε θα φύγει. Δεν πειράζει. Εγώ θα λέω σε όλους ότι τον
είδα και μίλησα μαζί του...»
«Δεν είναι και εντελώς ψέματα. Τον είδατε».
«Βεβαίως, τον είδα. Βεβαίως».